ἀκυβέρνητος — without steersman masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακυβέρνητος — η, ο (Α ἀκυβέρνητος, ov) 1. (για πλοία, λέμβους κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, πηδαλιούχο 2. (για πόλεις, κράτη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, αρχηγό νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καλή διακυβέρνηση, διοίκηση 2. αυτός που δεν μπορεί να … Dictionary of Greek
ἀκυβέρνητον — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem acc sg ἀκυβέρνητος without steersman neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυβερνήτου — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυβερνήτους — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυβερνήτων — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυβερνήτῳ — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυβέρνητα — ἀκυβέρνητος without steersman neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυβέρνητοι — ἀκυβέρνητος without steersman masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδέσποτος — Αυτός που δεν έχει ιδιοκτήτη, δεν ανήκει σε κανέναν· αυτός που είναι άγνωστης προέλευσης· ελεύθερος, ανεξάρτητος, αβάσιμος, αστήρικτος, αβέβαιος. αδέσποτα πράγματα. Τα κινητά που δεν ανήκουν κατά κυριότητα σε κανέναν. Αυτά είτε είναι α. από την… … Dictionary of Greek